lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δάνειο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
borrow, loan
δάνειο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
půjčka, výpůjčka, úvěr
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anleihe, ausleihe, darlehen, darlehn, kredit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lån
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crédito, empréstito, préstamo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consolidé, crédit, emprunt, prêt
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
credito, finanziamento, mutuo, prestito
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lån
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заем, заём, ссуда
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lån
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hua
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заем
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
laen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laina
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zajam
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kölcsön
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
paskola
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crédito, empréstimo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
úver
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
житло, кредит, позика, позичати, позичка, приміщення, пристосування, притулок, розквартирування
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pożyczka

Σχετικές λέξεις

δάνειο για αγορά αυτοκινήτου, δάνειο στεγαστικό, δάνειο ζωής, δάνειο σε εργαζόμενο, δάνειο τεαδυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο από τράπεζα, δάνειο οικονομέα, δάνειο μαμούθ στον υπό πτώχευση κουνιάδο του βενιζέλου, δάνειο για αυτοκίνητο