lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δάσος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boron, forest, sylvan, wood, woodland, woodsy, woody
δάσος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bór, dřevo, dříví, lesní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bor, forst, gehölz, holz, hölzern, wald
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bor, skov, trevirke, træ, ved
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arbolado, boro, bosque, forestal, madera, monte, selva, silvestre
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bocager, bois, bore, forestier, forêt, foręt, lignicole, pinède, sylvain, sylvestre, tétras
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boro, bosco, foresta, forestale, legna, legname, legno, selva, selvatico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barskog, bor, skog, trevirke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бор, дерево, лес, лесной
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barrskog, bor, skog
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dru, pyll
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гора
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адусюль, бор, дрэва, лес
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
boor, mets, puit, puu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
boori, metsikkö, metsä, metsäinen, puu, puuaine
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bor, šuma
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bór, erdei, erdő, fenyőerdő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
boras, medis, miškas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boro, bosque, floresta, furona, lenha, madeira, mata, monte, pau, selva
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
lemn, pădure
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
gozd
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бор, лісистий, лісний, лісною, лісній, лісовий, лісовою, лісової, лісовій, набридати, набриднути, нудьга, обридати, отвір, свердлити, свердловина, свердлувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bor, leśny

Σχετικές λέξεις

δάσος δαδιάς, δάσος συγγρού, δάσος θέρετρον, δάσος φρακτού, δάσος κουρί, δάσος σέιχ σου, δάσος φολόης, δάσος χαιδαρίου, δάσος στροφυλιάς βικιπαιδεια, δάσος του ρούβα