lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έδαφος στα δανική

Λέξη:
έδαφος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (37):
areal, bas, base, basis, buen, bund, distrikt, egn, fange, fastland, felt, fornuft, fundament, grund, grundlag, gulv, holdepunkt, jord, jorden, jordisk, jordsmon, kontinent, land, lande, landområde, lægder, mark, omfang, område, plan, region, rum, rummet, stat, underlag, verden, verdensdel
Σχετικές λέξεις:
δανική έδαφος, έδαφοσ συνώνυμα, έδαφοσ σαντορίνησ, έδαφος υπέδαφος, έδαφος του στόματος, έδαφος στο ρώγο του, έδαφος στα δανική, areal στα ελληνικά
έδαφος στα δανική