αναμόρφωση στα αγγλικά αναμόρφωση στα τσεχική αναμόρφωση στα γερμανικά αναμόρφωση στα ισπανικά αναμόρφωση στα γαλλικά αναμόρφωση στα ιταλικά αναμόρφωση στα νορβηγικά αναμόρφωση στα ρωσικά αναμόρφωση στα σουηδικά αναμόρφωση στα βουλγαρικά αναμόρφωση στα λευκορωσίας αναμόρφωση στα φινλανδικά αναμόρφωση στα κροατικά αναμόρφωση στα ουγγρική αναμόρφωση στα λιθουανική αναμόρφωση στα πορτογαλικά αναμόρφωση στα ουκρανικά αναμόρφωση στα πολωνική
αποδέχομαι στα εσθονική ασφάλεια στα τσεχική θύελλα στα γερμανικά τουφέκι στα νορβηγικά απόθεμα στα σουηδικά
απόθεμα ορισμός ασφάλεια ζωής θύελλα από ατσάλι αποδέχομαι τους όρους τυφέκιο fn