lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυξάνω στα δανική

Λέξη:
αυξάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
anspore, avle, ege, forstørre, gro, løfte, oprøre, pirre, stige, stimulere, tiltage, vokse, øge, øgning, økse
Σχετικές λέξεις:
δανική αυξάνω, αυξάνω συνώνυμα, αυξάνω παρατατικος, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω αύξησα, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω στα δανική, anspore στα ελληνικά
αυξάνω στα δανική