lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάζω στα δανική

Λέξη:
βάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
administrere, antydning, anvende, benytte, bruge, lægge, remise, stille, stå, sætte, tilbringe, tilpasse
Σχετικές λέξεις:
δανική βάζω, βάζω τόνους, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βάζω τις λέξεις σε αλφαβητική σειρά, βάζω συνώνυμα, βάζω στόχους, βάζω στα δανική, administrere στα ελληνικά
βάζω στα δανική