lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βία στα δανική

Λέξη:
βία (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (19):
autoritet, drivkraft, effekt, fastet, hold, kraft, magt, mat, must, nerve, ork, styrke, tvang, tvinge, vende, vold, voldsomhed, voldtægt, åndsevne
Σχετικές λέξεις:
δανική βία, βία στα δανική, autoritet στα ελληνικά
βία στα δανική