lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα δανική

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (25):
autoritet, drivkraft, effekt, fastet, herredømme, hold, kontrol, kraft, magt, mandat, mat, must, myndighed, nerve, ork, potens, regering, styre, styrke, tvinge, vende, vold, voldsomhed, åndsevne, øvrighed
Σχετικές λέξεις:
δανική δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα δανική, autoritet στα ελληνικά
δύναμη στα δανική