lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοχλώ στα δανική

Λέξη:
ενοχλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
anstrenge, besvære, bryn, distrahere, forebygge, forhindre, forrykke, forstyrre, forulempe, hefte, hindre, nål, pine, plage, ulejlige, uro
Σχετικές λέξεις:
δανική ενοχλώ, ενοχλώ συνώνυμο, ενοχλώ συνώνυμα, ενοχλώ μεταφραση, ενοχλώ ισπανικά, ενοχλώ ετυμολογία, ενοχλώ στα δανική, anstrenge στα ελληνικά
ενοχλώ στα δανική