lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα δανική

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (17):
adresse, begavelse, effektivitet, evne, fakultet, fatteevne, kneb, knep, kunst, praksis, rutine, sine, slug, talent, ydeevne, åndsevne, øvelse
Σχετικές λέξεις:
δανική ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα δανική, adresse στα ελληνικά
ικανότητα στα δανική