lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρφίτσα στα δανική

Λέξη:
καρφίτσα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
broche, brystmål, sølje, hårnål, knappenål, nål, pigge, stift
Σχετικές λέξεις:
δανική καρφίτσα, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα της μελίνας μερκούρη, καρφίτσα στα γαλλικά, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα πέτου, καρφίτσα στα δανική, broche στα ελληνικά
καρφίτσα στα δανική