lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατάλυμα στα δανική

Λέξη:
κατάλυμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
bo, bolig, bols, boning, bopæl, bosted, fald, hjem, hus, klangløs, kvarter, lejlighed, logi, natlogi, våning
Σχετικές λέξεις:
δανική κατάλυμα, κατάλυμμα ασημακοπουλοσ, κατάλυμα συνώνυμα, κατάλυμα σημασία, κατάλυμα ορισμόσ, κατάλυμα μετάφραση, κατάλυμα στα δανική, bo στα ελληνικά
κατάλυμα στα δανική