lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοικία στα δανική

Λέξη:
κατοικία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (17):
bo, bolig, bols, boning, bopæl, bosted, fald, familie, hjem, hus, husholdning, husstand, klangløs, lejlighed, residens, sete, våning
Σχετικές λέξεις:
δανική κατοικία, κατοικία – μουσείο αλέκου φασιανού στην αθήνα, κατοικία τσίπρα, κατοικία στο βυζάντιο, κατοικία προς πώληση, κατοικία μίνα χαρμπαλή, κατοικία στα δανική, bo στα ελληνικά
κατοικία στα δανική