lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κορδόνι στα δανική

Λέξη:
κορδόνι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
band, hyssing, kabel, line, reb, rip, række, sejlgarn, snor, snøre, streng, tov, tålt
Σχετικές λέξεις:
δανική κορδόνι, κορδόνι ποντικοουρά, κορδόνι ορειβατικό, κορδόνι με βελονάκι, κορδόνι λύκρα, κορδόνι κερωμένο, κορδόνι στα δανική, band στα ελληνικά
κορδόνι στα δανική