lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λεπτός στα δανική

Λέξη:
λεπτός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (33):
blid, blød, delikat, fin, flink, gild, lempelig, len, lækker, mager, mild, mør, pen, prekær, sart, sit, skrøbelig, skøn, skør, slank, smal, smuk, sparsom, spinkel, spredt, subtil, sød, tander, tynd, vakker, vanskelig, varlig, ømtålig
Σχετικές λέξεις:
δανική λεπτός, σωκράτης λεπτός, παντελήσ λεπτόσ, μιχαλάκης λεπτός, λεπτόσ πάφοσ, λεπτός συνώνυμα, λεπτός στα δανική, blid στα ελληνικά
λεπτός στα δανική