lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα δανική

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
smelte, beslutte, opløse, tø, drukne
Σχετικές λέξεις:
δανική λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα δανική, smelte στα ελληνικά
λιώνω στα δανική