lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νυσταγμένος στα δανική

Λέξη:
νυσταγμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
døsig, søvnig
Σχετικές λέξεις:
δανική νυσταγμένος, νυσταγμένος στα δανική, døsig στα ελληνικά
νυσταγμένος στα δανική