lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νόμιμος στα δανική

Λέξη:
νόμιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (21):
behørig, billig, fair, høre, juridisk, korrekt, legal, legitim, lovformelig, lovlig, nøjagtig, nøjagtigt, præcis, rank, real, redelig, ret, retfærdig, rigtig, rimelig, ærlig
Σχετικές λέξεις:
δανική νόμιμος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2013, νόμιμος τόκος υπερημερίας, νόμιμος τόκος, νόμιμος πληθυσμός, νόμιμος μισθός, νόμιμος στα δανική, behørig στα ελληνικά
νόμιμος στα δανική