lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξεπερνώ στα δανική

Λέξη:
ξεπερνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
besejre, erobre, overvælde, overvinde, slå, overgå, overstige, passere, distancere
Σχετικές λέξεις:
δανική ξεπερνώ, ξεπερνώ τα όρια μου, ξεπερνώ συνώνυμα, ξεπερνώ στα αγγλικά, ξεπερνώ μετάφραση, ξεπερνώ κλίση, ξεπερνώ στα δανική, besejre στα ελληνικά
ξεπερνώ στα δανική