lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηγαίνω στα δανική

Λέξη:
πηγαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
fare, gå, marchere, følge, bile, da
Σχετικές λέξεις:
δανική πηγαίνω, πηγαίνω χρόνοι, πηγαίνω συνώνυμα, πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, πηγαίνω στα γαλλικά, πηγαίνω σε τόπους που μου θυμίζουν μια παιδική μου ζωγραφιά, πηγαίνω στα δανική, fare στα ελληνικά
πηγαίνω στα δανική