lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιστοποιητικό στα δανική

Λέξη:
πιστοποιητικό (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
attest, bevis, diplom, testimonium, legeattest
Σχετικές λέξεις:
δανική πιστοποιητικό, πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό στα δανική, attest στα ελληνικά
πιστοποιητικό στα δανική