lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πολλοί στα δανική

Λέξη:
πολλοί (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
mange, megen, meget, ordentlig, særlig, svært, myre
Σχετικές λέξεις:
δανική πολλοί, πολλοί φτιάχνουν ένα ψέμα για να σωθούν, πολλοί πολυμαθέες νόον ουκ έχουσιν, πολλοί νεκροί για μια κηδεία, πολλοί λατρεύουνε την τάξη, πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πολλοί στα δανική, mange στα ελληνικά
πολλοί στα δανική