lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρογγυλός στα δανική

Λέξη:
στρογγυλός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
band, bande, cirkel, enkel, enkelt, frimodig, gong, hold, inder, inderlig, linning, naturlig, omgang, ring, rund, runde, ægte, ærlig
Σχετικές λέξεις:
δανική στρογγυλός, στρογγυλόσ βασίλειοσ, στρογγυλόσ ή στρόγγυλοσ, στρογγυλός σταδίου, στρογγυλός ρούχα, στρογγυλός κωνσταντίνος, στρογγυλός στα δανική, band στα ελληνικά
στρογγυλός στα δανική