lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χαριτωμένος στα δανική

Λέξη:
χαριτωμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
fin, flink, gild, god, køn, nydelig, pen, sit, skøn, smuk, still, vakker
Σχετικές λέξεις:
δανική χαριτωμένος, χαριτωμένοσ συνώνυμα, χαριτωμένος перевод, χαριτωμένος συνωνυμα, χαριτωμένος στα δανική, fin στα ελληνικά
χαριτωμένος στα δανική