lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα δανική

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
administrere, antydning, anvende, anvendelse, benytte, benyttelse, brug, bruge, drift, fordel, fortjeneste, fortrin, gevinst, nytte, profitere, tilbringe, udbytte, udnytte
Σχετικές λέξεις:
δανική χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα δανική, administrere στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα δανική