lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτύπημα στα δανική

Λέξη:
χτύπημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
chok, slag, støt, kast, kaste, anslag, bulk, dunk, tørn
Σχετικές λέξεις:
δανική χτύπημα, χτύπημα σόντερς, χτύπημα στο πόδι, χτύπημα στο πλευρό, χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, χτύπημα στο νύχι, χτύπημα στα δανική, chok στα ελληνικά
χτύπημα στα δανική