lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δαπάνη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
circulation, day, disbursement, edition, expend, expenditure, expense, impression, input, outlay, stonecrop
δαπάνη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
edice, náklad, náklady, vydání, vydávání, vynaložení, výdaj, výdaje, výloha, útrata, útraty
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auflage, aufwand, aufwendung, ausgabe, ausgaben, auslage, auslagen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bekostning, forbrug, forlag, omkostning, udgift, udgifter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
costo, desembolso, edición, egreso, gasto, tirada
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charge, dépense, frais, investissement, tirage, édition
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spesa, spese
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekostning, forbruk, forlag, kostnad, omkostnad, omkostning, opplag, utgift, utlegg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затрата, издание, издержка, издержки, расход, тираж
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kostnad, omkostnad, spridning, utgift
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
издание
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выдатак, расход
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kulu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
painos
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
befektetés, beruházás, kiadás, költség, példányszám
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
išlaidos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desembolso, despegas, despesa, despesas, gasto, gastos, tirada
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видатковий, видаток, витрата, витрати, витрачання, нараховувати, нарахування, плата, споживання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nakład, rozchód, wydatek

Σχετικές λέξεις

δαπάνη συνώνυμο, δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών (παρ. 2 άρθρο 9 κ.φ.ε.), δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών, δαπάνη ορισμός, δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών 2014, δαπάνη δομικού μηχανήματος σε σταλία, δαπάνη αποκατάστασης ακινήτων, δαπάνη ενοικίου, δαπάνη αγοράσ αγαθών και παροχήσ υπηρεσιών 2012, δαπάνη παιδικού σταθμού