lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δασολογία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forester, forestry
δασολογία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lesnictví
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
forstwesen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forstvæsen, skovbrug
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
selvicultura
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sylviculture
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skogbruk, skogsbruk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лесничество, лесоводство
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skogbruk, skogsbruk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лесаводства
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
metsandus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metsänhoito
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šumarstvo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erdészet, erdőgazdaság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
miškininkystė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
silvicultura
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
lesníctvo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісництво
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
leśnictwo

Σχετικές λέξεις

δασολογία απθ, δασολογία ορεστιάδας, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, μεταπτυχιακό δασολογία