lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δημοσιότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ad, advertisement, advertising, blurb, commercial, promotion, publicity, signboard
δημοσιότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
reklama
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anzeige, inserat, reklame, werbetexter, werbung, zeitungsanzeige
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
annonce, reklame
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anuncio, publicidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boniment, pub, publicité, réclame
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pubblicità, réclame
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
annonse, publisitet, reklame
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гласность, объявление, реклама
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reklam
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реклама
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рэклама
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kuulutus, reklaam
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmoittaminen, mainonta, mainos, mainostus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oglas
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hirdetés, hírverés, publicitás, reklám, reklámoz, reklámszakma
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
reklama, skelbimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anuncio, anúncio, publicidade, reclamo
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
reklama
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ad
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асигнація, банкнота, вексель, гласність, законопроект, неон, неоновий, оголошення, оповіщення, позов, рахунок, реклама, рекламування
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
reklama

Σχετικές λέξεις

δημοσιότητα γεμη, δημοσιότητα και δημόσιες σχέσεις, δημοσιότητα εσπα, δημοσιότητα πρόχειρου διαγωνισμού, δημοσιότητα οικονομικών καταστάσεων, δημοσιότητα ορισμός, δημοσιότητα επε, δημοσιότητα διαγωνισμών, δημοσιότητα ικε, δημοσιότητα και προβλήματα χωρικήσ ανάπτυξησ και σχεδιασμού