lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διάβρωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corrosion, erosion
διάβρωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
eroze, koroze, naleptávání, rozežírání, rozleptávání, rozrušování
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erosion, korrosion
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
erosion
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corrosión, erosión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corrosion, ravinement, érosion
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrosione, erosione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erosjon, korrosjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коррозия, эрозия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
erosion
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ерозия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
карозія
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eroosio
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erózió
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
korozija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corrosiva, erosivo, erosão
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ерозія, злив, корозія, фарбування
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
erozja, korozja, żłobienie

Σχετικές λέξεις

διαβρωση εδάφους, διάβρωση του εδάφους, διάβρωση συνώνυμο, διάβρωση ακτών, διάβρωση πετρωμάτων, διάβρωση μετάλλων, διάβρωση μεταφορικά, διάβρωση και προστασία υλικών, διάτρηση στομάχου, διάβρωση ακτών στην κύπρο