lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διαβόητος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flagrant, habitual, known, notorious
διαβόητος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
notorický, známý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bekannt, notorisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
notorisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conocido, notorio, sabido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connu, notoire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conosciuto, noto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjent, notorisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
известный, перманентный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kent, notorisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выдатны, вядомы, знакаміты, пэўны
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poznat
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
közismert
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afamado, caracterizado, célebre, famoso, popular, prestigioso, significado
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видатний, видатність, видний, визначність, відомий, горезвісний, загальновідомий, знаменитий, знаменитість, знаний, опуклий, поважний, славетний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
notoryczny, wiadomy

Σχετικές λέξεις

διαβόητος περιβόητος, διαβόητος ορισμός, διαβόητος λεξικο, διαβόητος σημασια, διαβόητος βικιλεξικο