διαβόητος περιβόητος, διαβόητος ορισμός, διαβόητος λεξικο, διαβόητος σημασια, διαβόητος βικιλεξικο
αποκαλυπτικός αλαζονικός ενοχλώ ανοσολογία κλειδί μαγειρική δασώδης λεπίδα συσκευή κοντινός ανώμαλος έτοιμος δικηγόρος αποθήκευση λίπος μόνο τακτοποιώ συκώτι ονομάζω λαιμαργία