lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διερμηνέας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interpreter, translator
διερμηνέας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
překladatel, tlumočnice, tlumočník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dolmetsch, dolmetscher, interpret, interpreter, übersetzer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fortolker, tolk, translatør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intérprete, traductor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
drogman, interprète, interprétateur, traducteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interprete, traduttore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tolk, translatør
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интерпретатор, переводи, переводчик, толкователь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tolk, översättare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përkthyes
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
перакладчык, інтэрпрэтатар
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tõlk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kielenkääntäjä, kääntäjä, selittäjä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prevodilac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fordító
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vertėjas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intérprete, tradutor
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
interpret
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
exponent
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекладач, транслятор, інтерпретатор
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
interpretator, tłumacz

Σχετικές λέξεις

διερμηνέας στα αγγλικά, διερμηνέας ολυμπιακού, διερμηνέας νοηματικής γλώσσας, διερμηνέας μαντέλα, διερμηνέασ τησ πύλησ, διερμηνέας ρωσικών, διερμηνέας βαλβερδε, διερμηνέας παρίσι, διερμηνέας κηδεία μαντέλα, διερμηνέας σε συμβόλαιο