lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δικηγόρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advocate, attorney, barrister, counsel, counsellor, fixer, jurist, lawyer, legist, pleader, solicitor
δικηγόρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
advokát, obhájce, obránce, zastánce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
advokat, anwalt, bevollmächtigte, jurist, rechtsanwalt, verteidiger
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
advokat, jurist, sagfører
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abogado, defensor, jurista, letrado, licenciado, procurador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avocat, avoué, défenseur, jurisconsulte, juriste, légiste, robin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvocato, giurista, legale, patrocinante
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
advokat, jurist, sakfører
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
адвокат, законовед, защитник, юрист
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
advokat, jurist
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avokat
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адвокат, юрист
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адвакат
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
advokaat, jurist, kaitsja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juristi, lakimies
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
advokat, odvjetnik, pravnik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
jogtudós, jogász, ügyvéd
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
advokatas, teisininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abonado, advogado, defensor, jurista, letrado, licenciado, procurador
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
avocat
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
advokat, odvetnik
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
právnik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
адвокат, адвокате, джентльмен, добродій, захисник, пан, повірений, правник, радник, юрисконсульт, юрист
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
adwokat, prawnik

Σχετικές λέξεις

δικηγόρος δράμας, δικηγόρος αθηνών, δικηγόρος φιλιππίδη, δικηγόρος θεσσαλονίκη, δικηγόρος αγρίνιο, δικηγόρος σκοτεινών υποθέσεων, δικηγόρος τσίπρα, δικηγόρος κώστας παπαδάκης, δικηγόρος κάρτα, δικηγόρος online