lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διψασμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anxious, covetous, eager, thirsty
διψασμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chamtivý, chtivý, dychtivý, žádostivý, žíznivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begierig, süchtig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ingen, tørst
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ansioso, codicioso, ganoso, sediento, ávido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affamé, assoiffé, avide, désireux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ansioso, assetato, avido
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begjærlig, ingen, tørst
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жадный, жаждущий, усердный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ingen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahnas, ahne, janoinen, perso
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
éhes
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ansioso, cobiçoso, sedento, sequioso, ávido
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
lacom, însetat
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
horlivý
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
żądny

Σχετικές λέξεις

διψασμένος συνωνυμα