lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δοσολογία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
doge, dose, drench, element, potion
δοσολογία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dávkovat, dóže, porce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
doge, dose, dosieren, dosis, gabe, portion
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dos, dosering
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dosis
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doge, dose, doser, ration
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dose
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dos, dose, dosering, porsjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дож, доза, дозировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dos, doser, dosera
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доза
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
доза
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
annos, määrä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
adag, dózis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dose
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dávka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доза, дозування, протяг
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dawka, dawkować, doza

Σχετικές λέξεις

δοσολογία depon, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία atarax, δοσολογία βασιλικού πολτού, δοσολογία soldesanil, δοσολογία depon για παιδιά, δοσολογία xozal, δοσολογία ponstan για παιδιά, δοσολογία βιταμίνης d3, δοσολογία σπιρουλίνας