lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δράστης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
administer, artificer, author, culprit, doer, maker, perpetrator
δράστης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
autor, pachatel, původce, spisovatel, strůjce, tvůrce, viník, řemeslník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstifter, autor, schriftsteller, schuldiger, tatenlosigkeit, täter, urheber, verfasser
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forfatter, håndværker
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
artífice, autor, causador, culpable
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acteur, artisan, auteur, coupable, droit
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
artefice, autore, autrice, reo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfatter, gjerningsmann, opphavsmann
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автор, виновник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anstiftare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fajtor
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
автор, виновник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
віноўнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
autor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkuunpanija, kirjailija, käsityöläinen, syyllinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanatlija
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
amatininkas, autorius, meistras
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artífice, autor, culpado, culpasse, escritor
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
autor, meşteşugar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
avtor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автор, винуватець, письменник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sprawca

Σχετικές λέξεις

δράστης ξάνθη, δράστης της 15χρονης, δράστης ετυμολογια, δράστης της παιανίας, ο δράστης