lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δραστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drastic, risqué
δραστικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
drastický
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drastisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
drastisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
drástico, escabroso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
drastique, radical
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
drastico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drastisk, gjennomgripende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
резкий, сильнодействующий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
drastisk
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
äärmuslik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
drasztikus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
drástico
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
drastyczny

Σχετικές λέξεις

δραστικός συνώνυμο, δραστικός συνώνυμα, δραστικός όγκος αίματος