lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δυσαρέσκεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disaffection, discontent, displeasure, dissatisfaction, dissatisfy, scowl
δυσαρέσκεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mračení, nelibost, nespokojenost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unmöglichkeiten, unzufriedenheit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
mishag, misnøje, utilfredshed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desagrado, descontento, disgusto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allons, déplaisir, mécontentement, renfrognement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dispiacere, insoddisfazione, scontento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mishag, misnøye, utilfredshet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
досада, досадливость, недовольство, неудовлетворенность, неудовлетворённость, неудовольствие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
missbelåtenhet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недоволство
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
нездаволенасць, непрыемнасць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyytymättömyys
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elégedetlenség
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desagrado, descontento
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брикати, брикатися, невдоволення, незадоволення, скарга
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niezadowolenie

Σχετικές λέξεις

δυσαρέσκεια συνώνυμο, δυσαρέσκεια συνωνυμα, δυσαρέσκεια in english, δυσαρέσκεια στα αγγλικα, δυσαρέσκεια ορισμόσ