lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δωροδοκία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bribery, corruption, subornation
δωροδοκία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
korupce, podplácení, pokažení, uplácení, zkaženost, úplatkářství
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestechlichkeit, bestechung, korruption
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bestikkelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cohecho, corrupción, soborno
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corruption
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corruzione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestikkelse, korrupsjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взяточничество, испорченность, подкуп, продажность
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прадажнасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
korruptsioon
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjominen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megvesztegetés, vesztegetés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
korupcija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corruptela, corrupção
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викривлення, гниття, запроданство, корупція, продажність, хабарництво
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przekupstwo

Σχετικές λέξεις

δωροδοκία ποινικός κώδικας, δωροδοκία συνώνυμο, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου, δωροδοκία εοτ, δωροδοκία σδοε, δωροδοκία δικαστή, δωροδοκία αγγλικα, παθητική δωροδοκία, ενεργητική δωροδοκία