lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δόντι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cog, eye-tooth, fang, jag, laniary, notch, tine, tooth, tusk
δόντι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
zoubek, zub, špice, špičák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eckzahn, fangzahn, zacke, zahn, zinke
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tak, tand, tant
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colmillo, diente, púa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
canine, dent, fourchon, mire, panneton
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dente, zanna
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
huggtann, tann
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бивень, зуб, зубец, клык
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tand
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhëmb
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зъб
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бівень, зуб, зубец, ікол
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hammas
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hammas, kulmahammas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zub
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
agyar, cakk, fog
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dantis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dente
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
dinte
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
zob
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zub
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бивень, виступ, зуб, зубець, зубний, ікло
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kieł, ząb

Σχετικές λέξεις

δόντι ονειροκρίτης, δόντι όνειρο, δόντι που κουνιέται, δόντι απόστημα, δόντι κεραμίδια, δόντι καρχαρία, δόντι στα αρχαία ελληνικά, δόντι πόνος, δόντι στον ουρανίσκο, δόντι ανατομία