lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εγκληματίας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
criminal, culprit, delinquent, felon, law-breaker, lawbreaker, offender, outlaw, perpetrator, violator, wrongdoer
εγκληματίας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
delikvent, kriminální, pachatel, provinilec, trestní, trestný, trestuhodný, viník, zločinec, zločinný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
delinquent, geächtete, schuldiger, schwerverbrecher, verbrechen, verbrecher
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bor, delinkvent, forbryder, fredløs, kriminel, kriminelle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criminal, culpable, delincuente, malhechor, reo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coupable, criminel, délinquant, malfaiteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
criminale, criminoso, delinquente, delinquenziale, delittuoso, fuorilegge, malfattore, reo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bor, delinkvent, forbryter, kriminell
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
виновник, виновный, правонарушитель, преступник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bov, delinkvent, förbrytare, kriminell
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fajtor
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
злачынец, правапарушальнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kurjategija, lindprii
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahantekijä, syyllinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kriminalan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tettes
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nusikaltėlis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criminal, culpado, culpasse, foragido
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
páchateľ, zločinec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бандит, злочинець, кривдник, обвинувачений, образник, паразити, порушник, правопорушник, стрілець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
delikwent, przestępca

Σχετικές λέξεις

εγκληματίας πολέμου, εγκληματίας πολέμου ταινία, εγκληματίας πολέμου star, εγκληματίασ του λευκού κολάρου, εγκληματίας ορισμός, εγκληματίας βικιπαιδεια, γυναίκα εγκληματίας