lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εγκοπή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dent, incision, indent, indentation, indention, indenture, nick, nicking, nock, notch, score, scotch, snick
εγκοπή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dluh, drážka, naříznutí, vroubek, vrub, zub, zásek, zářez, řez
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einschnitt, kerbe, kerbholz, schnitt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hakke, skår
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cortada, cortadura, corte, incisión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coche, coupure, cran, encoche, entaille, entamure, enture, hoche, incision, moucheture
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incisione, intaccatura, intaglio, tacca
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hakk, innsnitt, skår, utskjæring
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взрез, зарубка, засечка, надрез, нарез, нарезка, порез
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зарубка, надразанне, надрэз
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolo, lovi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bevágás, rovátka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирізати, вирізка, відрізаний, відрізати, зріз, карб, косити, надріз, порвати, поривати, поріз, порізати, розрізати, розтинати, різати, скоротити, скорочення, скорочування, скорочувати, стригти, фасон
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
karb, nacięcie

Σχετικές λέξεις

εγκοπή αγγλικά