lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εισάγω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
import
εισάγω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dovážet, dovézt
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einführen, importieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
importere, indføre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
importar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
importer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
importare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
importere, innføre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
импортировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
importera, införa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
import
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
importar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
importować

Σχετικές λέξεις

εισάγω συνώνυμα, εισάγω εισαγάγω, εισάγω προστακτική, εισάγω συνώνυμο, εισάγω καινά δαιμόνια, εισάγω αόριστος, εισάγω γραμματική, εισάγω και εισαγάγω, εισάγω εισήγαγα, εισάγω αγγλικά