lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εκβιασμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blackmail, coercion, enforcement, extortion, graft
εκβιασμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vydírání, vyděračství
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erpressung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
udpresning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chantaje
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chantage, extorsion
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forzatura, ricatto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pengeutpressing, utpresning, utpressing
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вымогательство, шантаж
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utpressning
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
шантаж
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
väljapressimine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiristys
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
zsarolás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chantagem
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vydieranie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шантаж, шантажувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szantaż, wymuszenie

Σχετικές λέξεις

εκβιασμόσ ποινικόσ κώδικασ, εκβιασμόσ ορισμόσ, συναισθηματικόσ εκβιασμόσ