lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εκμεταλλεύομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deplete, exploit, use, utilize
εκμεταλλεύομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vykořistit, vykořisťovat, vytěžit, využívat, zneužít, zneužívat, zužitkovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abbauen, ausbeuten, ausgenutzt, ausgewertet, ausnutzen, auswerten, auszubeuten, gebrauchen, genutzt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
nytte, udbytte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprovechar, explotar, utilizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exploiter, saisir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
afferrare, sfruttare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avbeta, nytte, utbytte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
использовать, эксплуатировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avbeta, exploatera, utnyttja
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выкарыстаць, выкарыстоўваць, скарыстаць, скарыстоўваць, ужыць
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felhasznál, kiaknáz, kihasznál, üzemeltet
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explorar, instrumentalizar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
використати, використовувати, передбачати, передбачити, передбачте, передчувати, сподіватися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
eksploatować, wykorzystać

Σχετικές λέξεις

εκμεταλλεύομαι στα αγγλικα, εκμεταλλεύομαι συνωνυμα, εκμεταλλεύομαι παθητικη, εκμεταλλεύομαι μεταφραση, εκμεταλλεύομαι συνωνυμο, εκμεταλλεύομαι ετυμολογια, εκμεταλλεύομαι translate