lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εκπλήσσω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amaze, astonish, astound, bewilder, mystify, startle, surprise
εκπλήσσω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ohromit, překvapit, překvapovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erstaunen, verblüffen, verwundere, verwundern, überfallen, überraschen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forvirre, overraske, overrumple
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aplanar, asombrar, pasmar, sorprender
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confondre, surprendre, ébahir, émerveiller, épater, étonne, étonner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meravigliare, sbalordire, sorprendere, stupire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forvirre, overraske, overrumple
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дивить, застигнуть, застичь, изумлять, поражать, удивлять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förvåning, överrumpla
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дзівіць, здзіўляць, уражаць, уражваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämmästys, hämmästyttää, hölmistyttää, ihmetyttää, yllättää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iznenaditi, zapanjiti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
admirar, atordoar, estontear, pasmar, sobressaltar, sorrirdes, surpreender
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дивувати, дивуйте
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zadziwiać, zaskoczyć

Σχετικές λέξεις

εκπλήσσω αρχικοι χρονοι, εκπλήσσω συνωνυμα, εκπλήσσω κλιση, εκπλήσσω συνωνυμο, εκπλήσσω αοριστος, εκπλήσσω μετάφραση, ρήμα εκπλήσσω, με εκπλήσσω, να εκπλήσσω