lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εμβολιάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
graft, implant, inoculate, vaccinate
εμβολιάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
implantovat, naočkovat, naroubovat, očkovat, roubovat, zasadit, štěpovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einimpfen, impfen, pfropfen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pode
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
implantar, injertar, inocular, vacunar, vacunarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enter, greffer, implanter, inoculer, vacciner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impiantare, innestare, vaccinare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innpode, pode, vaksinere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вакцинировать, прививать, привить, сцепить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaccin, ympa
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прывіваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rokottaa, ympätä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
beolt
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
implantar, injectar, inocular
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
живець, прививати, прищеплювати, щепити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szczepić, zaszczepić