lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ενίσχυση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amplification, consolidation, gain, intensification, reinforcement, thickening
ενίσχυση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
posila, vyztužení, zesílení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
intensivieren, stärkung
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fortalecimiento, refuerzo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affermissement, corroboration, raffermissement, renforcement, renfort, renforçage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rafforzamento, rinforzo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подкрепление, укрепление, упрочнение, усиление
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прымацаванне, прымацоўванне, узмацненне, умацаванне, умацоўванне
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agravaria, fortificaria, refervo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затвердіння, збільшення, зміцнення, консолідація, покріплення, посилення, посилювання, підсилення, підсилювання, роздратування, ствердження, укріплення
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wzmocnienie

Σχετικές λέξεις

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων 2014, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση μνήμης, ενίσχυση της προσπελασιμότητας, ενίσχυση μεταβολισμού, ενίσχυση γλωσσομάθειας, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση επιχειρηματικότητας νέων, ενίσχυση αντωνυμο