lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ενισχυτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amplifier, amplify, intensifier, magnifier
ενισχυτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
zesilovač
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lautverstärker, tonverstärker, verstärker
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amplificador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ampli, amplificateur, renforçateur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amplificatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsterker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усилитель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förstärkare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
узмацняльнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
võimendi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erősítő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amplificador, megafone
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
amplificator
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напружений, помічник, підсилювач, інтенсивний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
amplifikator, wzmacniacz

Σχετικές λέξεις

ενισχυτής κεραίας, ενισχυτής wi fi, ενισχυτής σήματος, ενισχυτής ήχου, ενισχυτής ακουστικών, ενισχυτής κοινού εκπομπού, ενισχυτής σήματος τηλεόρασης, ενισχυτής ιστου κεραίας τηλεόρασης, ενισχυτής σήματος wifi, ενισχυτής σήματος κινητής τηλεφωνίας