lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ενοχή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blame, fault, guilt
ενοχή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chyba, nedostatek, poklesek, provinění, vada, vina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schuld
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brøde, skyld
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
culpa, culpabilidad, deuda
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
culpabilité, démérite, faute, fouloir, offense, viniculture, vinification
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colpa, colpevolezza, errore, sbaglio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brøde, feil, skuld, skyld, villfarelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вина, виновность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fel, skuld, skyld, villfarelse
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
faj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вина, виновност, грешка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
віна
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
süü
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erehdys, hairahdus, syyllisyys
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
greška, krivica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hiba, mulasztás, vétek
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kaltė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
culpa
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
víno
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вина, віна, провина
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wina

Σχετικές λέξεις

ενοχή εις ολόκληρον, ενοχή - αναζήτηση, ενοχή ορισμός, ενοχή σιωπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή ετυμολογία, ενοχή γένους, ενοχή και ντροπή, ενοχή συνώνυμα, ενοχή από σύμβαση